-
1 ποτιστήρι
[потистири] ουσ. о. лейка, водопой,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ποτιστήρι
-
2 лейка
-
3 лейка
1. (для откачки воды из шлюпки) η αντλία νερού της λέμβου 2. (для поливки) το ποτιστήρι (λουλουδιών) 3. (воронка) το χωνί.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > лейка
-
4 лейка
лейка I ж1. (для поливки растений) τό ραντιστήρι, τό ποτιστήρι, τό καταβρε-χτήρι·2. (воронка) τό χωνί.лейка II ж (фотоаппарат) ἡ λάΐκα. -
5 лейка
-и θ.ποτιστήρι. || χωνί.
См. также в других словарях:
ποτιστήρι — το ιού, δοχείο ειδικό για πότισμα, καταβρεχτήρι: Πότισε την αυλή με το ποτιστήρι της … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ποτιστήρι — το / ποτιστήριον, ΝΜΑ 1. μέρος όπου γίνεται το πότισμα τών ζώων 2. μέσο ή όργανο που χρησιμοποιείται για το πότισμα τών ζώων νεοελλ. 1. κυλινδρικό μεταλλικό ή πλαστικό δοχείο που προορίζεται για το πότισμα ή το κατάβρεγμα τών λαχανικών και τών… … Dictionary of Greek
ποτιστήρα — η, Ν το ποτιστήρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποτιστήρι + κατάλ. α (πρβλ. γίδ α: γίδι)] … Dictionary of Greek
-τήριο — τήριον, ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη ουδετέρων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία απαντούσε αρχικά σε ουσιαστικά, παράγωγα τών αρσενικών τού δράστη ενέργειας σε τήρ* (ανάλογος είναι και ο σχηματισμός τών επιθέτων σε τήριος, ενώ και ορισμένα ουσ … Dictionary of Greek
ποτίστρα — η, ΝΜΑ, και ποτιστρέα, Α 1. μέρος όπου πίνουν νερό τα ζώα 2. σκάφη για το πότισμα τών ζώων νεοελλ. το ποτιστήρι αρχ. 1. σωλήνωση για τη μεταφορά νερού σε οικία 2. εγκατάσταση για την άρδευση τών αγρών, υδραγωγός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποτίζω + επίθημα… … Dictionary of Greek
σουλαντιστήρι — το, Ν (ιδιωμ.) ποτιστήρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σουλαντίζω + επίθημα τήρι (πρβλ. σκαλισ τήρι)] … Dictionary of Greek
φτυστήρι — το, Ν πτυελοδοχείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φτυσ τού αορ. έ φτυσ α τού φτύνω + κατάλ. τήρι (πρβλ. ποτιστήρι)] … Dictionary of Greek
ποτίστρα — η 1. γυναίκα που ποτίζει (αρσ. ποτιστής). 2. το μέρος όπου χύνεται το νερό ή όπου οδηγούνται τα ζώα να πιουν νερό. 3. ειδικά κατασκευασμένο δοχείο για πότισμα, καταβρεχτήρι, ποτιστήρι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)